θαμώνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη ισπανικης,ιταλικης,πορτογαλικης και ρουμανικης γλωσσας
Γραμμή 29: Γραμμή 29:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{τ|es|cliente}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
* {{it}} : {{τ|it|cliente}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 43: Γραμμή 43:
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|moita}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
* {{ro}} : {{τ|ro|client}}
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 10:52, 2 Ιανουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαμώνας οι θαμώνες
      γενική του θαμώνα των θαμώνων
    αιτιατική τον θαμώνα τους θαμώνες
     κλητική θαμώνα θαμώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαμώνας < αρχαία ελληνική θαμά, συχνά ή θαμινός (συχνός)

Ουσιαστικό

θαμώνας αρσενικό

  • αυτός που συνηθίζει να παρευρίσκεται, να συχνάζει σε κάποιο μέρος

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις