συμμέτοχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{el-κλίση-'σύζυγος'}} |
κλίση |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'κάτοικος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αναβ|grc-koi|el|notext=1συμμέτοχος}}. Συγχρονικά αναλύεται σε {{π|συμ-}} + [[μέτοχος]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αναβ|grc-koi|el|notext=1συμμέτοχος}}. Συγχρονικά αναλύεται σε {{π|συμ-}} + [[μέτοχος]] |
Αναθεώρηση της 10:24, 7 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συμμέτοχος | οι | συμμέτοχοι |
γενική | του/της του |
συμμετόχου συμμέτοχου |
των | συμμετόχων |
αιτιατική | τον/τη | συμμέτοχο | τους/τις τους |
συμμετόχους συμμέτοχους |
κλητική | συμμέτοχε | συμμέτοχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συμμέτοχος < Πρότυπο:αναβ. Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + μέτοχος
Ουσιαστικό
συμμέτοχος αρσενικό ή θηλυκό
- που μετέχει, παίνει μέρος ή μερίδιο
Μεταφράσεις
συμμέτοχος