ξερόψωμο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση πεύκο με 'σίδερο'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'πεύκο'}}
{{el-κλίση-'σίδερο'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξερός]] + [[-ο-]] + [[ψωμί]] + [[-ο]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξερός]] + [[-ο-]] + [[ψωμί]] + [[-ο]]

Αναθεώρηση της 18:02, 6 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
      γενική του ξερόψωμου των ξερόψωμων
    αιτιατική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
     κλητική ξερόψωμο ξερόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξερόψωμο < ξερός + -ο- + ψωμί + -ο

Ουσιαστικό

ξερόψωμο ουδέτερο

  1. το ψωμί που έχει ξεραθεί, που δεν είναι φρέσκο
     συνώνυμα: μπαγιάτικο
  2. το ψωμί που τρώγεται σκέτο, χωρίς συνοδευτικό φαγητό ή προσφάι

Μεταφράσεις