Λονδρέζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λονδρέζος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λονδρέζος οι Λονδρέζοι
      γενική του Λονδρέζου των Λονδρέζων
    αιτιατική τον Λονδρέζο τους Λονδρέζους
     κλητική Λονδρέζε Λονδρέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λονδρέζος < Λόνδρ(α) + -έζος. Δείτε Λόντρα < ιταλική Londra

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λονδρέζος αρσενικό (θηλυκό Λονδρέζα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]