Πουλουδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πουλουδιά | οι | Πουλουδιές |
γενική | της | Πουλουδιάς | των | (Πουλουδιών) |
αιτιατική | την | Πουλουδιά | τις | Πουλουδιές |
κλητική | Πουλουδιά | Πουλουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πουλουδιά < πούλουδ(ο) (λουλούδι) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pu.luˈðʝa/ παλιότερα: /pu.luˈði̯a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Που‐λου‐διά
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πουλουδιά θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- → χρειάζεται παράθεμα από τον Τρελαντώνη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πουλουδιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)