αβύθιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβύθιστος , -η , -ο
- που δεν έχει βυθιστεί
- που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί
- ο ΄΄Τιτανικός΄΄, θεωρείτο αβύθιστος πριν από το ναυάγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβύθιστος