αγαλβάνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλβάνιστος < α- + γαλβανίζω + -τος < γαλλική galvaniser < Luigi Galvani (ανθρωπωνύμιο)
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαλβάνιστος -η -ο
- που δεν έχει ή δεν μπορεί να γαλβανιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαλβάνιστος
|