ακατήχητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατήχητος < ελληνιστική κοινή ἀκατήχητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατήχητος
- που δεν κατηχήθηκε, που δεν μυήθηκε
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατήχητος