ακαταπίεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταπίεστος η ακαταπίεστη το ακαταπίεστο
      γενική του ακαταπίεστου της ακαταπίεστης του ακαταπίεστου
    αιτιατική τον ακαταπίεστο την ακαταπίεστη το ακαταπίεστο
     κλητική ακαταπίεστε ακαταπίεστη ακαταπίεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταπίεστοι οι ακαταπίεστες τα ακαταπίεστα
      γενική των ακαταπίεστων των ακαταπίεστων των ακαταπίεστων
    αιτιατική τους ακαταπίεστους τις ακαταπίεστες τα ακαταπίεστα
     κλητική ακαταπίεστοι ακαταπίεστες ακαταπίεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακαταπίεστος < α- + καταπιέζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακαταπίεστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]