ακαυτηρίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαυτηρίαστος < ελληνιστική κοινή ἀκαυτηρίαστος < καυτηριάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαυτηρίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει καυτηριαστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαυτηρίαστος