αλυσοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλυσοειδής η αλυσοειδής το αλυσοειδές
      γενική του αλυσοειδούς* της αλυσοειδούς του αλυσοειδούς
    αιτιατική τον αλυσοειδή την αλυσοειδή το αλυσοειδές
     κλητική αλυσοειδή(ς) αλυσοειδής αλυσοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλυσοειδείς οι αλυσοειδείς τα αλυσοειδή
      γενική των αλυσοειδών των αλυσοειδών των αλυσοειδών
    αιτιατική τους αλυσοειδείς τις αλυσοειδείς τα αλυσοειδή
     κλητική αλυσοειδείς αλυσοειδείς αλυσοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.li.so.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λυ‐σο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. που μοιάζει με αλυσίδα
  2. που εξετάζει την φυσική καμπύλωση υπό βαρύτητα αιωρούμενης ιδανικής αλυσίδας με στερεωμένα άκρα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Catenary στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]