αμελάνιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμελάνιαστος η αμελάνιαστη το αμελάνιαστο
      γενική του αμελάνιαστου της αμελάνιαστης του αμελάνιαστου
    αιτιατική τον αμελάνιαστο την αμελάνιαστη το αμελάνιαστο
     κλητική αμελάνιαστε αμελάνιαστη αμελάνιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμελάνιαστοι οι αμελάνιαστες τα αμελάνιαστα
      γενική των αμελάνιαστων των αμελάνιαστων των αμελάνιαστων
    αιτιατική τους αμελάνιαστους τις αμελάνιαστες τα αμελάνιαστα
     κλητική αμελάνιαστοι αμελάνιαστες αμελάνιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμελάνιαστος < α- + μελανιάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμελάνιαστος[1] [2]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]