αμετανάστευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμετανάστευτος < α- + μεταναστεύω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμετανάστευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταναστεύσει ή δεν μπορεί να μεταναστεύσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μετανάστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμετανάστευτος
|