αμετροφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμετροφάγος οι αμετροφάγοι
      γενική του/της αμετροφάγου των αμετροφάγων
    αιτιατική τον/την αμετροφάγο τους/τις αμετροφάγους
     κλητική αμετροφάγε αμετροφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμετροφάγος < άμετρ(ος) + -ο- + -φάγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμετροφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (λόγιο) που δεν έχει μέτρο στις ποσότητες φαγητού που λαμβάνει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]