ανακλητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανακλητός, -ή, -ό
(γενικότερα) η επαναφορά στην προτεραία κατάσταση «ανακλητός πρέσβυς», αυτός που κλήθηκε να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του και να επιστρέψει στη χώρα του.
- που μπορεί να ανακληθεί
- η διοίκησή του να ελέγχεται από εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους των εργαζομένων (από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 4-4-2010)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακλητός
|