ανακωχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακωχή οι ανακωχές
      γενική της ανακωχής των ανακωχών
    αιτιατική την ανακωχή τις ανακωχές
     κλητική ανακωχή ανακωχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακωχή < αρχαία ελληνική ἀνοκωχή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.koˈçi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανακωχή θηλυκό

  1. η συμφωνία για τον τερματισμό των εχθροπραξιών ανάμεσα σε δύο εμπόλεμα μέρη
  2. η συμφωνία μεταξύ δύο αντιπάλων ότι θα πάψουν τις επιθετικές ενέργειες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]