αναποδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναποδιά οι αναποδιές
      γενική της αναποδιάς των αναποδιών
    αιτιατική την αναποδιά τις αναποδιές
     κλητική αναποδιά αναποδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναποδιά < ανάποδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναποδιά θηλυκό

— Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος. (Αλεξανδρος Μωραϊτιδης, Διηγήματα, Τόμος Β)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]