αναφρόδιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφρόδιτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αναφρόδιτος, -η, -ο
- (ιατρική) που πάσχει από αναφροδισία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναφρόδιτος
|