ανθρωπιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπιστικός < ανθρωπισμός < humanismus
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθρωπιστικός
- που σχετίζεται με την προσφορά στο συνάνθρωπο
- ανθρωπιστικές οργανώσεις
- Το ανθρωπιστικό κριτήριο της ισότητας κάθε γνώμης,
- δεν ακυρώνει το επιστημονικό κριτήριο εξέτασης της αλήθειας της.
- Η αλήθεια είναι σημαντικότερη από το ανθρωπιστικό δικαίωμα στο λάθος όσο αφορά την γνώση.
- που σχετίζεται με τις κλασικές σπουδές και τον ανθρωπισμό (ουμανισμό)
- ανθρωπιστικές σπουδές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που σχετίζεται με την προσφορά στο συνάνθρωπο
που σχετίζεται με τις κλασικές σπουδές