ανοικοδομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοικοδομικός η ανοικοδομική το ανοικοδομικό
      γενική του ανοικοδομικού της ανοικοδομικής του ανοικοδομικού
    αιτιατική τον ανοικοδομικό την ανοικοδομική το ανοικοδομικό
     κλητική ανοικοδομικέ ανοικοδομική ανοικοδομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοικοδομικοί οι ανοικοδομικές τα ανοικοδομικά
      γενική των ανοικοδομικών των ανοικοδομικών των ανοικοδομικών
    αιτιατική τους ανοικοδομικούς τις ανοικοδομικές τα ανοικοδομικά
     κλητική ανοικοδομικοί ανοικοδομικές ανοικοδομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοικοδομικός < ανοικοδομώ + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανοικοδομικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]