αντίφραγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντίφραγμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίφραγμα τα αντιφράγματα
      γενική του αντιφράγματος των αντιφραγμάτων
    αιτιατική το αντίφραγμα τα αντιφράγματα
     κλητική αντίφραγμα αντιφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντίφραγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίφραγμα < αρχαία ελληνική ἀντιφράσσω (< ἀντί + φράσσω), θέμα ἀντιφρακ- ἀντιφραγ- + -μα. Συγχρονικά αναλύεται σε αντί- + φράγμα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /anˈdi.fɾaɣma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐φραγ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τί‐φρα‐γμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντίφραγμα ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]