απογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογραφικός < απογραφή / απογραφέας + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απογραφικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης : απλογραφικός |
απογραφικός, -ή, -ό