απολαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολαμβάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολαμβάνω < αρχαία ελληνική ἀπολαύω και ἀπολαμβάνω < ἀπό + λαμβάνω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λαμ‐βά‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]απολαμβάνω, πρτ.: απολάμβανα, στ.μέλλ.: θα απολαύσω, αόρ.: απόλαυσα/(απήλαυσα) (χωρίς παθητική φωνή)
- αντλώ ιδιαίτερη ευχαρίστηση - απόλαυση από κάτι
- ⮡ απολαμβάνω τον καφέ μου / την ανοιξιάτικη λιακάδα / τη ζωή μου
- για πλεονεκτήματα ή προνόμια που μου δίνονται
- ※ Τα αγαπημένα παιδιά του πολιτικού συστήματος συνέχιζαν να απολαμβάνουν την εύνοια των ελεγκτών τους μέχρι τέλους. * εφημερίδα Καθημερινή, 31 Μαρτίου 2013
- (σπάνιο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)λαμβάνω ένα υλικό από κάποιο σωρό, μείγμα, κράμα ή πέτρωμα, μετά από σχετική επεξεργασία
- ⮡ απολήφθηκαν 60.000 τόνοι μεταλλεύματος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) η νεοελληνική χρήση
Κλίση
[επεξεργασία]έλεγχος: υπάρχουν παθητικοί τύποι;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολαμβάνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απολαμβάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)