απρογύμναστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απρογύμναστος < α- + προγυμνάζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απρογύμναστος
- που δεν έχει προγυμναστεί ή δεν είναι δυνατόν να προγυμναστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απρογύμναστος
|