προγυμνασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προγυμνασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προγυμνάζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγυμνασμένος
|