απρομελέτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απρομελέτητος
- που δεν έχει προμελετηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απρομελέτητα
- → δείτε τις λέξεις προμελετώ και μελέτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απρομελέτητος