αράδιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αράδιασμα < αραδιά(ζω) + -σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αράδιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραδιάζω
- η τοποθέτηση παρόμοιων αντικειμένων σε μια σειρά
- (συνήθως μειωτικό) η παράθεση ή η απαρίθμηση με τη σειρά κάποιων γεγονότων ή επιχείρημάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αράδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αράδιασμα
|