αρθρογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρθρογραφικός < αρθρογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρθρογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αρθρογράφο ή την αρθρογραφία ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρθρογραφικός