αριστούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αριστούχος, -ος / -α, -ο
- που αριστεύει σε εξετάσεις, διαγωνισμούς ή γενικότερα στη βαθμολογία που συγκεντρώνει