αρρενογονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρρενογονικός < αρρενογον(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρρενογονικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με την αρρενογονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Έτσι, είτε με αρρενογονική είτε με θηλυγονική συγγένεια, οι ξακουστές οικογένειες είχαν πάντα να παρουσιάσουν κάποιες δεσμευτικές σχέσεις
- Κωστής Παπαγιώργης, Τα καπάκια : Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, εκδ. Καστανιώτη, 2003, σελ. 152
- ※ Έτσι, είτε με αρρενογονική είτε με θηλυγονική συγγένεια, οι ξακουστές οικογένειες είχαν πάντα να παρουσιάσουν κάποιες δεσμευτικές σχέσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρρενογονικός
|