αρυμοτόμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρυμοτόμητος
- (για περιοχές, οικισμούς κ.α.) που δε ρυμοτομήθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει εγκεκριμένο σχέδιο ρυμοτομίας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρυμοτόμητος
|