αρχιεροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρχιεροσύνη, ἀρχιερωσύνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιεροσύνη οι αρχιεροσύνες
      γενική της αρχιεροσύνης των αρχιεροσυνών
    αιτιατική την αρχιεροσύνη τις αρχιεροσύνες
     κλητική αρχιεροσύνη αρχιεροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιεροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιερωσύνη. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχ- + ιεροσύνη (ιερ- + -οσύνη, κατά τα ουσιαστικά σε -οσύνη). Η ορθογραφική απλοποίηση με όμικρον, ήδη από το μεσαιωνικό ἀρχιερoσύνη.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çi.e.ɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐ε‐ρο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιεροσύνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αρχή και ιερός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λήμματα: αρχιερατεία, αρχιερέας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]