ασάλιωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασάλιωτος, -η, -ο
- αυτός που δεν είναι σαλιωμένος
- επειδή το μωρό έχει μεγαλώσει πια, η σαλιάρα του είναι συνήθως ασάλιωτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασάλιωτος
|