ασταχυολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασταχυολόγητος < α- στερητικό + σταχυολογώ
Επίθετο[επεξεργασία]
ασταχυολόγητος, -η, -ο
- που δεν σταχυολογήθηκε, δεν αποθησαυρίστηκε
- αυτός από τον οποίο δεν έγινε σταχυολόγηση
- ποιητής ασταχυολόγητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασταχυολόγητος
|