αστραπόβροντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστραπόβροντο < μεσαιωνική ελληνική αστραπόβροντο < αστραπή + -ο- + βροντή + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστραπόβροντο ουδέτερο
- το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο αστράφτει και βροντά
- χτες το βράδυ περπατούσα μες στο αστραπόβροντο και αρρώστησα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστραπόβροντο
|