ασυγχώνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυγχώνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγχωνευτεί, που παραμένει αυτοτελής
- οι αλλοδαποί πληθυσμοί τής περιοχής παρέμειναν ασυγχώνευτοι με τους ντόπιους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυγχώνευτος
|