ασυσκεύαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυσκεύαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυσκεύαστος, -η, -ο
- ο μη συσκευασμένος, που δεν έχει πακεταριστεί
- ο διευθυντής παραγωγής προσέχει το πακετάρισμα των τροφών,για να μη μείνουν ασυσκεύαστες και χαλάσουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυσκεύαστος
|