ασυχώρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυχώρετος η ασυχώρετη το ασυχώρετο
      γενική του ασυχώρετου της ασυχώρετης του ασυχώρετου
    αιτιατική τον ασυχώρετο την ασυχώρετη το ασυχώρετο
     κλητική ασυχώρετε ασυχώρετη ασυχώρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυχώρετοι οι ασυχώρετες τα ασυχώρετα
      γενική των ασυχώρετων των ασυχώρετων των ασυχώρετων
    αιτιατική τους ασυχώρετους τις ασυχώρετες τα ασυχώρετα
     κλητική ασυχώρετοι ασυχώρετες ασυχώρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυχώρετος < α- στερητικό + συγχωρώ

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυχώρετος, -η, -ο

  • που δε συγχωρείται, ανεπίτρεπτος, ασύγγνωστος, ασυγχώρητος
    αυτή η παράλειψη είναι ασυχώρετη, γιατί δεν έπρεπε να είχε γίνει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]