αταβάνωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταβάνωτος η αταβάνωτη το αταβάνωτο
      γενική του αταβάνωτου της αταβάνωτης του αταβάνωτου
    αιτιατική τον αταβάνωτο την αταβάνωτη το αταβάνωτο
     κλητική αταβάνωτε αταβάνωτη αταβάνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταβάνωτοι οι αταβάνωτες τα αταβάνωτα
      γενική των αταβάνωτων των αταβάνωτων των αταβάνωτων
    αιτιατική τους αταβάνωτους τις αταβάνωτες τα αταβάνωτα
     κλητική αταβάνωτοι αταβάνωτες αταβάνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αταβάνωτος < α- στερητικό + ταβανώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

αταβάνωτος, -η, -ο

  • ο χωρίς ταβάνι, χωρίς οροφή
    το μικρό σπίτι έπαθε τόση μεγάλη ζημιά από το σεισμό, που έμεινε αταβάνωτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]