αταβάνωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αταβάνωτος, -η, -ο
- ο χωρίς ταβάνι, χωρίς οροφή
- το μικρό σπίτι έπαθε τόση μεγάλη ζημιά από το σεισμό, που έμεινε αταβάνωτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αταβάνωτος
|