Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταβάνι

Από Βικιλεξικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταβάνι τα ταβάνια
      γενική του ταβανιού των ταβανιών
    αιτιατική το ταβάνι τα ταβάνια
     κλητική ταβάνι ταβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταβάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tavan + . Και νταβάνι με [t] > [d][1]
Ταβάνι με ξύλινα δοκάρια.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taˈva.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταβάνι ουδέτερο

  • η οροφή ενός δωματίου από την οπτική γωνία αυτού που βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο
    θα βάψουμε το ταβάνι άσπρο και τους τοίχους γαλάζιους

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • ταβάνιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταβάνι < (άμεσο δάνειο) λατινική taban(us) + -ι(ον). Δείτε και νταβάνι. Επίσης, ντάβανος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταβάνι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]