ταβάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταβάνι τα ταβάνια
      γενική του ταβανιού των ταβανιών
    αιτιατική το ταβάνι τα ταβάνια
     κλητική ταβάνι ταβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταβάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tavan + . Και νταβάνι με [t] > [d][1]
Ταβάνι με ξύλινα δοκάρια.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taˈva.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταβάνι ουδέτερο

  • η οροφή ενός δωματίου από την οπτική γωνία αυτού που βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο
    θα βάψουμε το ταβάνι άσπρο και τους τοίχους γαλάζιους

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταβάνι < (άμεσο δάνειο) λατινική taban(us) + -ι(ον). Δείτε και νταβάνι. Επίσης, ντάβανος[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταβάνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]