ταβανόπροκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταβανόπροκα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μεγάλη και ανθεκτική πρόκα, κατάλληλη για τρύπημα πολύ σκληρών επιφανειών (όπως τα ταβάνια, που συνήθως είναι κατασκευασμένα από μπετόν)
- (μεταφορικά, για λόγια, κουβέντες), μεγεθυντικός χαρακτηρισμός για υπονοούμενο, καρφί, μπηχτή, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταβανόπροκα
|