αυτοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκαλλιέργεια < αυτο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκαλλιέργεια θηλυκό
- το να καλλιεργείς ο ίδιος τα κτήματά σου
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος καλλιεργημένος και να φροντίζει γι’ αυτό
- ≈ συνώνυμα: (αυτομόρφωση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκαλλιέργεια
|