αφέγγαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αφέγγαρος, -η, -ο
- που δεν έχει φεγγάρι, χωρίς να έχει κάνει την εμφάνισή του το φεγγάρι
- Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφέγγαρος
|