αφόρτωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αφόρτιστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφόρτωτος η αφόρτωτη το αφόρτωτο
      γενική του αφόρτωτου της αφόρτωτης του αφόρτωτου
    αιτιατική τον αφόρτωτο την αφόρτωτη το αφόρτωτο
     κλητική αφόρτωτε αφόρτωτη αφόρτωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφόρτωτοι οι αφόρτωτες τα αφόρτωτα
      γενική των αφόρτωτων των αφόρτωτων των αφόρτωτων
    αιτιατική τους αφόρτωτους τις αφόρτωτες τα αφόρτωτα
     κλητική αφόρτωτοι αφόρτωτες αφόρτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφόρτωτος < α- + φορτώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αφόρτωτος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]