έμφορτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφορτος η έμφορτη το έμφορτο
      γενική του έμφορτου της έμφορτης του έμφορτου
    αιτιατική τον έμφορτο την έμφορτη το έμφορτο
     κλητική έμφορτε έμφορτη έμφορτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφορτοι οι έμφορτες τα έμφορτα
      γενική των έμφορτων των έμφορτων των έμφορτων
    αιτιατική τους έμφορτους τις έμφορτες τα έμφορτα
     κλητική έμφορτοι έμφορτες έμφορτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έμφορτος < ελληνιστική κοινή ἔμφορτος < αρχαία ελληνική ἐν + φόρτος < φέρω

Επίθετο[επεξεργασία]

έμφορτος, -η, -ο

  • (λόγιο) ο φορτωμένος (αλλά όχι απαραίτητα γεμάτος)
    • Όταν υπάρχει υπόνοια πως ένα πλοίο είναι έμφορτο ψυχοτροπικών ουσιών σε διεθνή νερά, τότε βάσει διεθνούς δικαίου κάθε διερχόμενο πολεμικό πλοίο έχει υποχρέωση να συμβάλλει στη νηοψία του
    • Σημειώνεται ότι το βυθισθέν πλοίο με άλλο όνομα έχει απασχολήσει στο παρελθόν τις Υπηρεσίες του Αρχηγείου ΛΣ - ΕΛΑΚΤ σε υπόθεση λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων και πάλι έμφορτο με φορτηγά οχήματα. (*)
    • Στη συνέχεια, βρέθηκε στην ίδια περιοχή δεύτερο φορτηγό όχημα με επικαθήμενο, έμφορτο και αυτό με κιβώτια τσιγάρων. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]