αψύχραντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψύχραντος η αψύχραντη το αψύχραντο
      γενική του αψύχραντου της αψύχραντης του αψύχραντου
    αιτιατική τον αψύχραντο την αψύχραντη το αψύχραντο
     κλητική αψύχραντε αψύχραντη αψύχραντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψύχραντοι οι αψύχραντες τα αψύχραντα
      γενική των αψύχραντων των αψύχραντων των αψύχραντων
    αιτιατική τους αψύχραντους τις αψύχραντες τα αψύχραντα
     κλητική αψύχραντοι αψύχραντες αψύχραντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψύχραντος < α- + ψυχραίνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αψύχραντος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]