ψυχραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχραμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψυχραίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψυχραμένος
- που έχει ψυχρανθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχραμένος
|