βικάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βικάριος οι βικάριοι
      γενική του βικάριου
βικαρίου
των βικάριων
βικαρίων
    αιτιατική τον βικάριο τους βικάριους
βικαρίους
     κλητική βικάριε βικάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βικάριος < μεσαιωνική ελληνική βικάριος < λατινική vicarius < vicis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weik- / *weig-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βικάριος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]