βλαστήμια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλαστήμια οι βλαστήμιες
      γενική της βλαστήμιας των βλαστημιών
    αιτιατική τη βλαστήμια τις βλαστήμιες
     κλητική βλαστήμια βλαστήμιες
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστήμια < βλαστημ(άω) / βλαστημ(ώ) + -ια.[1] Δείτε και βλασφημία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vlaˈsti.mɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλα‐στή‐μια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαστήμια θηλυκό

  • βρισιά που ξεστομίζει κάποιος προσβάλλοντας το Θεό ή ιερά πρόσωπα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]