βλαστολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλαστολόγημα < βλαστολογώ + -μα < (ελληνιστική κοινή) βλαστολογέω / βλαστολογῶ < αρχαία ελληνική βλαστός + λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vla.stoˈlo.ʝi.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαστολόγημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βλαστολογώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βλαστολογώ, βλαστός και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλαστολόγημα